- προδώσω
- προδίδωμιgive beforehandfut ind act 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κολοσυρτός — κολοσυρτός, ὁ (Α) 1. θορυβώδης όχλος («οὐχί προδώσω τὸν Ἀθηναίων κολοσυρτόν», Αριστοφ.) 2. ταραχή, συρφετός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κολο συρ τός. Σύνθετη λ. τού τύπου κονιορτός, αμαξιτός. Το β συνθετικό < σύρω + επίθημα τος. Το α συνθετικό είναι… … Dictionary of Greek
προδωσείω — Μ (εφετ. τ. τού προδίδω) θέλω να προδώσω, να γίνω προδότης. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. προδωσ τού προδίδω μι + εφετική κατάλ. (σ)είω (πρβλ. πολεμη σείω)] … Dictionary of Greek
prodosi — PRODOSÍ vb. v. trăda, vinde. Trimis de siveco, 28.10.2008. Sursa: Sinonime prodosí ( sésc, ít), vb. – A trăda. – var. înv. prodi. ngr. προδίδω, viitor προδώσω (Tiktin). – Der. prodosie, s.f. (trădare), din ngr. προδ … Dicționar Român